- βάδιση
- η (AM βάδισις) [βαδίζω]το να βαδίζει κανείς, περπάτημανεοελλ.ο ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βάδιση — βάδιση, η και βάδισμα, το η ενέργεια, ο τρόπος του να βαδίζει κανείς, το περπάτημα: Η βάδισή του είναι χαρακτηριστική, η ίδια εδώ και χρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαδίσῃ — βαδίσηι , βάδισις walking fem dat sg (epic) βαδίζω walk aor subj mid 2nd sg βαδίζω walk aor subj act 3rd sg βαδίζω walk fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λούσι — Συμβατική ονομασία που αποδόθηκε σε σκελετό που βρέθηκε στο Χαντάρ της Αιθιοπίας το 1974 από τον Ντόναλντ Γιόχανσον και τους συνεργάτες του. Ο σκελετός αυτός –κατά 40% πλήρης– αντιστοιχεί στο είδος Australopithecus afarensis, που ανήκει στους… … Dictionary of Greek
βαδίσηι — βάδισις walking fem dat sg (epic) βαδίσῃ , βαδίζω walk aor subj mid 2nd sg βαδίσῃ , βαδίζω walk aor subj act 3rd sg βαδίσῃ , βαδίζω walk fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
нищьствовати — НИЩЬСТВ|ОВАТИ (1*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. Жить подаянием, нищенствовать: и не ре(ч) въ себѣ. чему ми ѥсть. самарѧнинъ ѥсмъ. ничтоже имамъ. обьще к нему. далече града. ѥсмъ. ниществовати можеть. ничтоже сихъ помысли. но възложе. [больного] на рамо въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αναποδισμός — ο (Α ἀναποδισμός) [ἀναποδίζω (Ι)] βάδιση προς τα πίσω, οπισθοδρόμηση, επάνοδος, επιστροφή αρχ. 1. ανάκληση 2. επιμελέστερη ή ακριβέστερη εξέταση … Dictionary of Greek
βάδος — βάδος, ο (Α) [βαδίζω] βάδιση, περπάτημα … Dictionary of Greek
βαδισμός — βαδισμός, ο (Α) [βαδίζω] η βάδιση … Dictionary of Greek
διασκέλισμα — το 1. το άνοιγμα τών σκελών κατά τη βάδιση 2. η δρασκελιά 3. η διάβαση πάνω από κάτι … Dictionary of Greek
δυσβασία — η διαταραχή στη βάδιση που οφείλεται κυρίως σε βλάβη τών κεντρικών κινητικών οδών … Dictionary of Greek